ἀγρός

ἀγρός
-οῦ + N 2 64-79-52-43-8=246 Gn 2,5(bis).19.20; 3,18
field, land Gn 2,5; country (opp. of city) 1 Kgs 12,24m; οἱ ἀγροί the fields, the lands Nm 20,17; land, territory, nation (semit.?, rendering Hebr. דהשׂ) 1 Sm 6,1
Cf. LABERGE 1978 105(Is 33,12); →NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀγρός — field masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • αγρός — ο 1. χωράφι, κτήμα, όπου καλλιεργούνται κυρίως δημητριακά. 2. στον πληθ., αγροί είναι ολόκληρη η έξω από μια πόλη καλλιεργούμενη έκταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας …   Dictionary of Greek

  • ἀγροί — ἀγρός field masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρούς — ἀγρός field masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρέ — ἀγρός field masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρῷ — ἀγρός field masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρόν — ἀγρός field masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”